περίφημος

περίφημος
η , ο [ος , ον ]
1) знаменитый, известный, прославленный; 2) превосходный, замечательный; 3) пресловутый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "περίφημος" в других словарях:

  • περίφημος — very famous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίφημος — η, ο / περίφημος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός τού οποίου η φήμη έχει εξαπλωθεί παντού, περιώνυμος, ξακουστός, ονομαστός («περίφημος ποιητής») 2. εξαίρετος, εξαιρετικός, θαυμαστός («περίφημο κρασί») 3. ειρων. διαβόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φημος (<… …   Dictionary of Greek

  • περίφημος — η, ο αυτός που έχει μεγάλη φήμη, ο ξακουστός, ονομαστός: Η περίφημη «Κοιμωμένη» του Χαλεπά είναι επιτάφιο γλυπτό άγαλμα στο Α νεκροταφείο της Αθήνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περίφημον — περίφημος very famous masc/fem acc sg περίφημος very famous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οδυσσέας — Περίφημος ήρωας του ομηρικού έπους, γιος του βασιλιά της Ιθάκης, Λαέρτη και της Αντίκλειας. Στην Ιλιάδα είναι ο πιστός συνεργάτης του Αγαμέμνονα και των άλλων ηρώων, πολεμιστής γενναίος, συνετός και πανούργος. Στην Οδύσσεια, της οποίας είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • Αμφίλυτος — Περίφημος μάντης της εποχής του Πεισίστρατου, που καταγόταν από την Ακαρνανία. Ανάμεσα στους χρησμούς του περιλαμβάνεται και αυτός που αναφέρεται στον Πεισίστρατο, όταν αυτός εξόριστος από την Αθήνα μετά τη δεύτερη τυραννία του κατευθύνθηκε από… …   Dictionary of Greek

  • Παλαίμων Κόιντος Ρέμμιος — Περίφημος γραμματικός και δάσκαλος, που έζησε στη Ρώμη την εποχή της αυτοκρατορίας του Τιβέριου και του Καλιγούλα. Αναφέρεται από τον Ιουβενάλιο. Ο Πέρσιος υπήρξε μαθητής του, και ο Κουιντιλιανός λέγεται ότι τον είχε επίσης δάσκαλο. Ο Σουιτόνιος …   Dictionary of Greek

  • Χαρούν αλ Ρασίντ — Περίφημος χαλίφης της Βαγδάτης, ο πέμπτος της δυναστείας των Αβασιδών (765 – 809). Οφείλει τη μεγάλη του φήμη βασικά στους Άραβες ποιητές, που εξύμνησαν ιδιαίτερα τη βασιλεία του γιατί υπήρξε θερμός προστάτης των τεχνών και των γραμμάτων. Άλλωστε …   Dictionary of Greek

  • περιφήμοις — περίφημος very famous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφήμου — περίφημος very famous masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφήμους — περίφημος very famous masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»